Ομιλία Δώρας Αυγέρη, Βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Β’ Θεσσαλονίκης και αν. Τομεάρχη Εσωτερικών (Μακεδονίας-Θράκης) σε διημερίδα με θέμα «Πληροφόρηση και Δημοκρατία»
9 Δεκεμβρίου 2019

Διοργάνωση: Συμβίωση-Σχολή Πολιτικών Σπουδών στην Ελλάδα, Δίκτυο Σχολών του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε συνεργασία με την Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας-Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ). 

Κυρίες και κύριοι,

Συνάδελφοι,

Φίλες και φίλοι,

Η σχέση δημοκρατίας και δημοσιογραφίας είναι πολύπλευρη, μιας και δεν αφορά μόνο στη σχέση ενός συστήματος εξουσίας με ένα υποσύστημα ελέγχου της εξουσίας, ούτε μόνο τη σχέση ενός επαγγελματικού κλάδου με ένα πλαίσιο αξιών. Κυρίως αφορά και χαρακτηρίζεται από την κοινή τους βάση, που είναι οι μεγάλες μάζες.

Η διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά αποτελεί προαπαιτούμενο τόσο για την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών, όσο και για την αποτελεσματικότητα των δημοσιογραφικών εγχειρημάτων. Χωρίς ενεργούς πολίτες και χωρίς αναγνώστες ή ακροατές, η δημοκρατία και η δημοσιογραφία αντίστοιχα δεν θα μπορούσαν να νοηθούν με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε σήμερα την κοινωνική αποστολή τους και που στην καθ’ ημάς πραγματικότητα συνοψίζεται εύστοχα στη γνωστή φράση: «Η Δημοσίευση είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης».

Αν κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, θα διαπιστώσουμε ότι η δημοσιογραφία και ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία οργανώνει τα δίκτυα πληροφόρησης, έχει τις ρίζες της στην τυπογραφία και αφορά αρχικά στην αριστοκρατία και τις πολιτικές ελίτ. Με το πέρασμα στη νεωτερικότητα, τα έντυπα ΜΜΕ διευρύνουν το αναγνωστικό κοινό τους. Και με την ανάδειξη της αστικής δημοκρατίας σε κύριο εκφραστή της δυτικής σκέψης, τα έντυπα Μέσα καθίστανται αυτονόητες και κρίσιμες σταθερές για τη λειτουργία των πολιτικών συστημάτων και τη συγκρότηση του δημόσιου λόγου.

Ήδη από τον 18ο αιώνα οι εφημερίδες αποτελούν σημαντικά υλικά τεκμήρια της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ τα περιοδικά έρχονται αμέσως μετά ως ένα νέο εγχείρημα θεματικής εξειδίκευσης και χρονικής κάλυψης. Για να φτάσουμε στον 20ο αιώνα και την έκρηξη της ποιοτικής και ποσοτικής επιρροής των μέσων, με την έλευση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Και βεβαίως, του διαδικτύου.

Γίνεται αντιληπτό  ότι η έννοια της πληροφόρησης είναι στενά συνυφασμένη με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η επιρροή της τεχνολογίας στα μέσα παραγωγής και διάδοσης ειδήσεων είναι δραματική και συνιστά τη βασική και πιο σίγουρη παραδοχή για τη σχέση ανάμεσα σε Εξουσία-ΜΜΕ -Πολίτη.

Κατ’ αρχάς μιλάμε για μια παγιωμένη σχέση. Σε κάθε κοινωνία, ανεπτυγμένη ή αναπτυσσόμενη, οικονομικά εύρωστη ή σε οικονομική στασιμότητα, πολιτικά και κοινωνικά προοδευτική ή όχι, στην καλλιτεχνική πρωτοπορία ή όχι, το ξένο μάτι πάντα αναγνωρίζει κάτι από τη δική του πραγματικότητα στη σχέση εξουσίας, μέσου και πολιτών της κοινωνίας που εξετάζει.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι η πληροφόρηση οργανώνεται ανεξάρτητα από το πολιτισμικό υπόβαθρο ή τεχνολογικό επίπεδο κάθε κοινωνίας. Οργανώνεται όχι σε ένα ελάχιστο κοινό παρονομαστή, αλλά σε έναν μέγιστο κοινό διαιρέτη. Είναι πασιφανές ότι η τεχνολογία αιχμής εισβάλλει από την αρχή και ολοκληρωτικά στην παραγωγή του δημοσιογραφικού έργου, τη στιγμή που ενδεχομένως να μην το έχει κάνει ακόμη σε άλλους κλάδους της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Ο Ελληνισμός της επαναστατικής περιόδου, μιας και σύντομα θα ανατρέχουμε σε αυτή την περίοδο με αφορμή τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του ’21, είχε εφημερίδες προτού αποκτήσει πανεπιστήμια ή σιδηροδρομικά δίκτυα. Μάλιστα, είχε εφημερίδες πριν από την Επανάσταση, στην οποία και συνέβαλε και την οποία διαμόρφωσε. 

Σήμερα, χώρες με χαμηλό ΑΕΠ και ασθενή οικονομία έντασης γνώσης συμμετέχουν πλήρως στις διαδικτυακές πλατφόρμες, που εν πολλοίς ορίζουν την καθημερινή ροή των πληροφοριών εντός κι εκτός συνόρων. Η πιο συντηρητική και φοβική μερίδα των δυτικών ακροατηρίων εξεπλάγη με την κατοχή και χρήση κινητών από τους πρόσφυγες, για να θυμηθούμε ένα πρόσφατο παράδειγμα. Και σε κάθε περίπτωση, όσο δύσκολο κι αν είναι να ταξιδέψει κανείς σε μια χώρα με στοιχειώδεις μεταφορικές υποδομές, παρόλα αυτά μπορεί να έχει εύκολη πρόσβαση στα τεκταινόμενα σ’ αυτήν μέσω των ίδιων τεχνολογικών και πληροφοριακών μέσων.

Η εποχή μας χαρακτηρίζεται πια από το διαδίκτυο και τις δυνατότητες που προσφέρει στον τρόπο που παράγεται και διαδίδεται η πληροφορία. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι το διαδίκτυο κατάφερε να ενοποιήσει τον παγκόσμιο χάρτη, εξαλείφοντας τα τυφλά σημεία σ’ αυτόν, πιο γρήγορα από τα μεταφορικά μέσα ή τις εμπορικές διόδους και, ενδεχομένως, πιο γρήγορα από τις χρηματιστηριακές ροές.

Έχουμε, λοιπόν, ως δεδομένο ότι ο πλανήτης σήμερα είναι ενοποιημένος όσο ποτέ άλλοτε με σημείο αναφοράς την πληροφόρηση κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε συνέχεια κατά νου, όταν επιχειρούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα αν λαμβάνουμε την πληροφόρηση που χρειαζόμαστε. Αντιμετωπίζοντας δε το ίδιο ερώτημα διαπιστώνουμε μια πρώτη μεγάλη αντίφαση: παρά τον βαθμό αυτό της ενοποίησης, παρά τη συγκρότηση μιας κοινά αναγνωρίσιμης παγκόσμιας κοινότητας παραγωγών ειδήσεων, πρωταγωνιστών και σχολιαστών, η είδηση είναι όσο ποτέ άλλοτε ευάλωτη στη διαστρέβλωσή της, την προπαγάνδα και σ’ αυτό που λέμε «fake news».

Αξίζει εδώ κανείς να αναλογιστεί ότι σε παλαιότερους χρόνους, η εξουσία προσπαθούσε να περιορίσει την πρόσβαση των μεγάλων μαζών στην πληροφορία. Λογοκρισία, κάψιμο βιβλίων είναι μερικά από τα στιγμιότυπα που χαρακτηρίζουν άλλες εποχές βίας και νοθείας. Σήμερα δεν χρειάζεται να καταφεύγει σε τέτοιες μεθόδους, καθώς είναι τέτοιος ο όγκος των πληροφοριών που διακινούνται, ώστε η αναζήτηση της αλήθειας να μοιάζει σαν να ψάχνεις “ψύλλο στ’ άχυρα”.

Πρόκειται για μια μεταμοντέρνα, όπως θα τη λέγαμε, συνθήκη, συμβατή με το όλο σώμα των αντιφάσεων που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Μια συνθήκη που αφορά πρωτίστως στον έλεγχο της πρόσβασης, όχι δια της απαγόρευσης, αλλά δια του αποπροσανατολισμού. Μια συνθήκη κατεξοχήν πολιτική, όπως τη διακρίνουμε και σε άλλες εκφάνσεις του δημόσιου βίου, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πολιτική.

Βλέπουμε, φερειπείν, πολιτικά συστήματα που ομνύουν στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και ταυτόχρονα την αποδυναμώνουν, εκχωρώντας κρίσιμες αρμοδιότητές της σε χρηματοοικονομικούς και άλλους -ανεξάρτητους υποτίθεται- θεσμούς, που ελέγχονται ελλιπώς και δεν λογοδοτούν. Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, ο δημοσιογραφικός κόσμος κατέχει τα πιο εξελιγμένα εργαλεία, έχει διαθέσιμο τον πιο πλήρη πολιτικό χάρτη στην ιστορία, διαθέτει τα καλύτερα μυαλά, έχει πίσω του μια πλούσια υλική και άυλη πολιτισμική παράδοση, αλλά παρόλα αυτά αδυνατεί να διακρίνει το μείζον από το έλασσον, το διαχρονικό από το εφήμερο, το πλούσιο νοημάτων από το ευτελές. Αδυνατεί ή αδιαφορεί.

Κυρίες και κύριοι,

Στις προηγούμενες τοποθετήσεις συζητήθηκε το ζήτημα της ελευθερίας των μέσων. Διαπιστώνει κανείς ότι -στις δυτικές τουλάχιστον κοινωνίες, όπου έχει εμπεδωθεί η ελευθεροτυπία, τα μέσα είναι περισσότερο από ποτέ δέσμια οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων. Διαπιστώνει, επίσης, ότι η αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν κλείνουν εφημερίδες, αλλά χρεοκοπούν. Και δεν λογοκρίνονται άρθρα και ρεπορτάζ, αλλά είτε αποδομούνται με πλαστές ειδήσεις είτε αποσιωπούνται.

Αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε και στην Ελλάδα: τα μέσα συγκροτούνται γύρω από παγιωμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, δημιουργούνται μονοπωλιακές καταστάσεις και διαπιστώνεται μονοφωνία όχι μόνο αναφορικά με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, αλλά -κατά τη γνώμη μου- με κάτι χειρότερο. ΚΙ αυτό είναι η παγίωση λανθασμένων κοινωνικών στερεοτύπων και αυτοματισμών, όπως οι ρατσιστικές και σεξιστικές προκαταλήψεις ή τα προϊόντα υποκουλτούρας που έχουν αντικαταστήσει τον περιεκτικό και ευπρεπή δημόσιο λόγο και την παραγωγή κι ανάδειξη ιδεών.

Κάποια στιγμή θα πρέπει να θέσουμε το δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων και να αντικρίσουμε κατάματα το πρόβλημα. Πώς μπορούμε να ξεκινάμε μια συζήτηση για την πληροφόρηση που χρειαζόμαστε όταν το φαινόμενο του Μπερλουσκονισμού σκιάζει πλέον και την χώρα μας;

Επιχειρηματίες με ανοιχτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη επιλέγουν να κατέλθουν στον δημόσιο στίβο πρώτα ως ιδιοκτήτες ποδοσφαιρικών συλλόγων, διασφαλίζοντας ένα ακροατήριο χωρίς αντιστάσεις.  Μετά ως μιντιάρχες, διασφαλίζοντας ένα ακροατήριο με προθυμία. Και στο τέλος ως πολιτευτές, κατευθύνοντας τα παραπάνω ακροατήρια στον πολιτικό χώρο με τον οποίο συναλλάσσονται. Τη στιγμή που κρίσιμα ζητήματα παραμένουν ανοιχτά πάνω στο τραπέζι, βλέπουμε εκδότες και δημοσιογράφους να αντιμετωπίζουν την εξουσία με όρους lifestyle. Σε μια ιδιαίτερα σημαντική συγκυρία, όπως αυτή τη συνόδου του ΝΑΤΟ ενημερωνόμαστε για τις στιλιστικές επιλογές της πρωθυπουργικής συζύγου.

Αντίστοιχα, πλήθος ζητημάτων, που μέσα από συλλογικές αξίες μπορούν να αποκτήσουν παιδευτικό χαρακτήρα, παραμερίζονται και τη θέση τους καταλαμβάνουν ειδήσεις και σχόλια που καλλιεργούν ταπεινά ένστικτα και φοβικά σύνδρομα. Πολύ εύκολα βρήκαν τους δέκτες τα γραφικά και απάνθρωπα αντιμεταναστευτικά μπάρμπεκιου, αλλά δύσκολα είδαν το φως της δημοσιότητας αποφάσεις που τιμούν τις ανθρωπιστικές και δημοκρατικές παραδόσεις μας, όπως αυτή του δημάρχου Σερβίων, ο οποίος καλοδέχτηκε τους πρόσφυγες στον τόπο του, κόντρα στη μισαλλοδοξία και τη ξενοφοβία.

Τελικά, αν αυτό που χρειαζόμαστε είναι ο ερεθισμός, η πρόκληση, η καλλιέργεια του φόβου, τότε μπορούμε να πούμε ότι τα μέσα λειτουργούν μια χαρά. Αν, όμως, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η κινητοποίηση, η κατανόηση και η ενσυναίσθηση, τότε μπορούμε αντίστοιχα να πούμε ότι τα μέσα δεν λειτουργούν σωστά.

Δεν μπορούμε, επομένως, να μιλάμε γενικά και αόριστα για την πληροφόρηση που χρειαζόμαστε, αν δεν κατανοήσουμε και συμφωνήσουμε για την κατάσταση του μιντιακού τοπίου στις μέρες μας και δεν προσδιορίσουμε ρητά ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αξιών πάνω στο οποίο αρθρώνεται και ο δημόσιος λόγος.

Σ’ αυτό το σημείο επανεμφανίζεται η αντίφαση, η μεταμοντέρνα συνθήκη για την οποία έκανα λόγο προηγουμένως: τι σημαίνει «χρειαζόμαστε» και ποιος ορίζει την ανάγκη για να την κάνει ύστερα φιλοτιμία; Υπάρχει συναντίληψη για το τι συνιστά αναγκαίο στην πληροφόρηση στις μέρες μας; Πώς νοείται αυτή η ανάγκη, όταν η είδηση κινείται πάνω σε προκαθορισμένες και διαστρεβλωμένες βεβαιότητες τόσο της εξουσίας όσο και των πολιτών;

Ένα κλασικό παράδειγμα είναι αυτό της κριτικής που ασκείται για τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες. Πώς μπορεί να πάρει κανείς την πληροφορία που χρειάζεται, όταν-πρώτον- τα μέσα ελέγχονται από οικονομικά συμφέροντα που δημιουργούν τις ανισότητες αυτές. Όταν δεύτερον, τα πολιτικά συστήματα καθίστανται δέσμια των συμφερόντων αυτών. Και  όταν, τρίτον, έχει εγκατασταθεί ένας ιδεολογικός μηχανισμός ως θέσφατο που λέει ότι για οι φτωχοί φταίνε για τη φτώχεια τους;

Σας θυμίζω τι λεγόταν κατά τα πρώτα χρόνια των μνημονίων. Η πληροφόρηση δεν μπορούσε να αγνοήσει τις κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά πάντα τις συνόδευε με εκτεταμένη αρθρογραφία και σχολιασμό που υποβάθμιζε στα όρια του χλευασμού τους συλλογικούς αγώνες. Σήμερα συμβαίνει κάτι εξόχως ενδεικτικό: τους ίδιους λαϊκούς ανθρώπους που ο νεοσυντηρητισμός αποθεώνει όταν υιοθετούν έναν πατριδοκάπηλο δημόσιο λόγο, τους αγνοεί ή τους σηκώνει το δάχτυλο όταν αρθρώνουν λόγο διεκδικητικό ως προς το κοινωνικό κράτος και την εργασιακή τους προοπτική. Μας αρέσει δηλαδή ο λαός, όταν ζητωκραυγάζει διάφορους αυτόκλητους ηγέτες-προέδρους στις κερκίδες, μας αρέσει ο λαός, όταν συμμετέχει σε συλλαλητήρια για το όνομα.. Αλλά, δεν μας αρέσει ο λαός, όταν συμμετέχει σε απεργίες και πορείες διαμαρτυρίας ή όταν εκφράζει την αλληλεγγύη τους στους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους αυτού του κόσμου. Και του παρέχουμε κάθε φορά την αντίστοιχη πληροφόρηση, κομμένη και ραμμένη σ’ αυτό που προκρίνει η τρέχουσα εξουσία

Παίρνουμε, για παράδειγμα, την πληροφόρηση που έχουμε ανάγκη, όταν μαθαίνουμε (ή, σωστότερα, δεν μαθαίνουμε) ότι ένας 22χρονος καρκινοπαθής από το Πακιστάν δεν μπορεί να νοσηλευθεί γιατί δεν του χορηγείται ΑΜΚΑ; Τι συμπέρασμα βγάζουμε, όταν η μη χορήγηση αποτελεί εμβληματική παρέμβαση της κυβέρνησης και οι συνέπειές της αποσιωπούνται από την πλειοψηφία των μέσων;

Προφανώς, δεν υπάρχουν ιδεολογικά ουδέτεροι και πλήρως ανεξάρτητοι κοινωνικοί και πολιτειακοί θεσμοί. Η μάχη των ιδεών και η μάχη για αλήθεια είναι διαρκής και διεξάγεται διαχρονικά σε δύσβατα και εχθρικά πεδία. Δεν χαρίζεται, ούτε απονέμεται. Αλλά, πέρα από τις ιδεολογικές διαφορές, υπάρχουν και πανανθρώπινες, αδιαπραγμάτευτες αξίες. Και ως προς αυτό, τουλάχιστον, δεν χωράνε παρεκκλίσεις, αν θέλουμε να διατηρήσουμε σε υψηλό επίπεδο την πολιτισμική μας υπόσταση.

Στο προηγούμενο παράδειγμα του νεαρού πρόσφυγα, η λύση τελικά δόθηκε ύστερα από την πίεση που ασκήθηκε απ’ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κι εδώ υπεισέρχεται μια άλλη σημαντική παράμετρος του ζητήματος που εξετάζουμε. Είναι η πρώτη φορά που οι πολιτικές και ιδεολογικές μάχες γύρω από την πληροφόρηση δίνονται σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον, που έχει τη δυνατότητα να ελέγχει με τον πιο απόλυτο τρόπο την πληροφορία. Και  είναι η πρώτη φορά που το κοινό στην παγκοσμιότητά του είναι τόσο ευάλωτο στον ερεθισμό της ανεπεξέργαστης πληροφορίας.

Αυτή η ευαλωτότητα είναι σύμφυτη με μια άλλη μεταμοντέρνα συνθήκη της εποχής, αυτή του σχολιαστή. Πρόκειται, βεβαίως, για μια ιδιότητα που έχει αναδειχθεί από την  επικράτηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπου στο προαναφερθέν τρίπτυχο εξουσία-μέσο-πολίτης, οι σαφώς καθορισμένες διαχωριστικές γραμμές έχουν υποχωρήσει και οι ιδιότητες έχουν διαχυθεί προς κάθε κατεύθυνση: ο πολίτης μπορεί να καταστεί μέσο και μικροεξουσία, η εξουσία μπορεί να καταστεί μέσο ή να εξαφανίσει τον πολίτη, το μέσο λειτουργεί ως εξουσία στο όνομα του πολίτη επικαθορίζοντας τις ανάγκες του. Οι εκδοχές και οι συνδυασμοί ποικίλουν διαρκώς και εξαρτώνται από την συγκυρία. Ως εκ τούτου, διαμορφώνονται και παγιώνονται διαφορετικές και ετερόκλητες ανάγκες για πληροφόρηση. Αυτό που για μια κοινωνική ομάδα είναι το μείζον και προκαλεί μαζική αντίδραση, για μια άλλη είναι δευτερεύον και τανάπαλιν. Όπως, όμως, τόνισα, στο τέλος κρινόμαστε σε ένα άλλο επίπεδο, πέρα από τη μικροπολιτική συγκυρία, σε ένα επίπεδο ιστορικών καταγραφών για το τι πρεσβεύει και υπηρετεί ο καθένας: αν υπηρετούμε αλήθειες και πανανθρώπινες αξίες ή αν υπηρετούμε την προπαγάνδα και τα στερεότυπα.

Με αυτές τις σκέψεις, τις οποίες μοιραζόμαστε πολλοί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, και δεν αγνοούμε όσοι έχουμε υπηρετήσει πραγματικά το δημοσιογραφικό λειτούργημα, θέλω να σημειώσω ότι πρέπει να διατηρήσουμε την αισιοδοξία μας και να μην ξεχνάμε ότι η θέση μας επιβάλλει τη δράση και την πρωτοβουλία. Οφείλουμε να εντοπίσουμε το πρόβλημα και να προτείνουμε λύσεις. Και, κυρίως, οφείλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, είτε αυτό το όνομα είναι ουσιαστικό είτε είναι επίθετο.

Ο ρόλος του δημοσιογράφου παραμένει καίριος στα δημόσια πράγματα και η σημασία του θα επανέλθει σύντομα στην κοινή συνείδηση των πολιτών. Το σύστημα της πληροφόρησης και η ίδια η πληροφορία πέρασαν από την μέγγενη δύο μεγάλων γεγονότων: της πληροφορικής έκρηξης και της οικονομικής κρίσης. Όσο περνάει ο καιρός και θα ομαλοποιείται η κατάσταση με τις αναμενόμενες προσαρμογές, τόσο θα επικαιροποιείται η ανάγκη για μια καθολική και αντικειμενική ενημέρωση, με επίκεντρο τον άνθρωπο ως ιδιότητα. Γιατί, η πληροφόρηση που έχουμε ανάγκη είναι η πληροφόρηση που βάζει πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο. Είναι ένα στοίχημα στο οποίο αξίζει κανείς να μπει, γιατί αφορά την τύχη της πολύπλευρης αυτής σχέσης ανάμεσα στη δημοκρατία και τη δημοσιογραφία, το μέλλον του δημόσιου λόγου και την αντίληψή μας για την ίδια την πραγματικότητα.

Σας ευχαριστώ

τελευταίες δημοσιεύσεις: Τελευταία νέα